- ουροχόος
- -οαυτός διά μέσου τού οποίου χύνονται ούρα («ουροχόο συρίγγιο» — παθολογικός πόρος, από τον οποίο εξέρχονται ούρα ή προς το δέρμα ή προς ένα κοίλο όργανο, λ.χ. το παχύ έντερο, ή προς τον κόλπο τής γυναίκας).[ΕΤΥΜΟΛ. < ούρα + -χόος (< χέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ι. Γαλβάνη].
Dictionary of Greek. 2013.